Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρω λίγο αέρα. Το δωμάτιο μου έμοιαζε στενό και δεν άντεχα να κοιτάζω άλλο το σωρό με τα βιβλία. Έβαλα μια πρόχειρη φόρμα και τα αθλητικά μου και πήγα να βγω, χωρίς καν να με κοιτάξω στον καθρέφτη. Η μάνα μου με είδε να περνάω αθόρυβα απ’ το σαλόνι και με ρώτησε δειλά-δειλά που πάω. ‘Πάω να περπατήσω λίγο, δεν θα αργήσω’ απάντησα και όταν με ρώτησε αν θέλω παρέα, κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
Βγαίνοντας στην πόρτα πήρα μια βαθιά ανάσα του δροσερού ανοιξιάτικου αέρα και ξεκίνησα. Το πήγαινε για βροχή, μα ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Πήρα το δρόμο για το κάστρο, με σκοπό να καταλήξω σε εκείνο το παγκάκι που βλέπει όλη την πόλη. Εκείνο που στο γυμνάσιο φιλήθηκα για πρώτη φορά και μετά σε κείνο έκλαψα τον πρώτο μου χωρισμό. Στο παγκάκι που γυρνούσα ξανά και ξανά. Για να γελάσω, να πιώ, να κλάψω, να ποζάρω. ‘Μακάρι να είναι άδειο,’ σκέφτηκα και άρχισα να ανηφορίζω.
Έφτασα με σχεδόν κομμένη την ανάσα (δεν είναι ό,τι γυμνάστηκα και πολύ φέτος) για να δω πως το παγκάκι μου ήταν μισοπιασμένο. Στη μια του άκρη καθόταν ένας παππούς. Δεν φάνηκε να με κατάλαβε, καθώς δεν πήρε το βλέμμα του από την πόλη, που είχε πάρει να βάφεται από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Έμοιαζε άκακος, οπότε και εγώ πήγα να κάτσω στο παγκάκι μου, έστω μέχρι να ξαναβρώ την ανάσα μου.
Ο παππούς γύρισε και με κοίταξε με ένα βαθύ βλέμμα και μου είπε ευγενικά ‘Καλησπέρα σας.’ Δεν ήμουν σε κατάλληλη ψυχολογική κατάσταση να αναρωτηθώ πότε γέρασα τόσο, ώστε να μου μιλάνε στον πληθυντικό κι έτσι απάντησα με ένα ξερό ‘καλησπέρα’.Έπειτα έπιασα την άλλη άκρη, για να αγναντέψω και εγώ το υπερπέραν μήπως και ξεχαστώ.
‘Όμορφα δεν είναι;’ μου απηύθυνε ξανά το λόγο και εγώ κούνησα άτονα το κεφάλι μου προς το κάτω ώστε να μην του χαλάσω το χατίρι. Μα αυτός δεν σκόπευε να τα παρατήσει τόσο εύκολα.
‘Ξέρετε πολλά χρόνια πριν ήμουν και εγώ στην ηλικία σας. Και από όλα τα μέρη, αυτό ήταν το αγαπημένο μου. Μα η ζωή τα έφερε έτσι και αναγκάστηκα να φύγω. Βλέπετε τα χρόνια ήταν δύσκολα και έπρεπε να επιβιώσεις με κάθε τρόπο. Ταξίδεψα λοιπόν και εγώ για χρόνια ολόκληρα.’ Αυτό μου έλειπε τώρα. Έχω τον πόνο μου, θα ακούσω και την ιστορία του αγνώστου. Αυτός, φυσικά, συνέχισε ακάθεκτος.
‘Όλα αυτά τα χρόνια ένα μόνο πράγμα νομίζω πως έμαθα. Πώς η ζωή μας είναι μια απέραντη θάλασσα που της φύτεψαν παντού νησιά. Στην αρχή έχουμε μια οικογενειακή βάρκα που μας πάει από το ένα λιμάνι στο άλλο. Και εμείς είμαστε απλοί επιβάτες. Απλά χαζεύουμε το κύμα και -που και που- βάζουμε το χέρι μας στο νερό. Μα αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή να φτιάξουμε το δικό μας σκαρί. Και αυτό μας παίρνει χρόνια. Να το οραματιστούμε στην αρχή. Να αρχίσουμε μετά να βάζουμε κάτω τα σανίδια και σιγά σιγά να του δίνουμε μορφή. Να του βάλουμε κατάρτι και πανιά. Να το μονώσουμε, να το βάψουμε και να του δώσουμε ένα όνομα μοναδικό, που να μην το είχε ποτέ του άλλο σκάφος. Να το βολτάρουμε στο ρηχά να δούμε αν επιπλέει.’ Πλέον άκουγα με προσοχή και, όλο και πιο πολύ, κοιτούσα τον γέροντα στα μάτια.
‘Έρχεται και η μέρα πια που ξεκινάς το δικό σου ταξίδι, με το ολόδικό σου σκαρί. Ξανοίγεσαι στο πέλαγο, λίγο με φόβο, λίγο με λαχτάρα. Και με το πέρασμα του καιρού φτάνεις και εσύ στο πρώτο σου νησί. Ολομόναχος, με τα δικά σου χέρια. Και τότε πια το καταλαβαίνεις. Δεν έχεις ποτέ να φοβάσαι το κύμα, ούτε τις θύελλες και τα θηρία. Γιατί το σκαρί σου είναι γερό. Γιατί έβαλες όλη σου τη δύναμη και την τέχνη και την αγάπη. Και ακόμα κι αν δεν ξέρεις σε πόσα νησιά θα αράξεις ή που θα καταλήξει το ταξίδι σου, ξέρεις πως θα είναι εκεί για σένα. Να σε ταξιδεύει στην απέραντη αυτή θάλασσα. Αρκεί να το εμπιστευτείς.’
Τα μάτια μου τώρα ήταν υγρά. Ψέλλισα ένα ‘ευχαριστώ’ και σηκώθηκα να πάρω το δρόμο για το σπίτι. Φεύγοντας, έστρεψα το κεφάλι μου και είδα τον παππού γαλήνιο να κοιτάζει ξανά την πόλη στα πόδια του. Βρήκα και εγώ το κουράγιο μου να συνεχίσω. Μια απορία μόνο μου τριγύριζε το μυαλό: πώς στο καλό ήξερε ο παππούς πως δίνω πανελλαδικές;
Με αγάπη ο βιολόγος σας, Δημήτρης Τσίκνας